εργολαβώ

εργολαβώ
(ε) αμετ.
1) брать подряд, заказ; подряжаться; 2) ирон. флиртовать, ухаживать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εργολαβώ" в других словарях:

  • εργολαβώ — ἐργολαβῶ, έω (AM) [εργολάβος] αναλαμβάνω την εκτέλεση ενός έργου με ορισμένη αμοιβή («εἴ τις ανδριάντας ἐργολαβοίη», Ξεν.) μσν. εκτελώ με ζήλο κοπιαστικό έργο αρχ. αναλαμβάνω κάτι για δική μου ωφέλεια, κερδοσκοπώ, εκμεταλλεύομαι («δι’ ὧν… …   Dictionary of Greek

  • ενεργολαβώ — ἐνεργολαβῶ, έω (Α) επωφελούμαι, εκμεταλλεύομαι, καπηλεύομαι κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + εργολαβώ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»